κατασιωπώ

κατασιωπώ
(AM κατασιωπῶ, -άω)
1. σωπαίνω τελείως, κλείνω το στόμα μου («μήτ' ἀληθῆ μήτε δίκαια τῶν ἐγκλημάτων οὐ κατασιωπᾱν», Δημοσθ.)
2. αποσιωπώ κάποιο γεγονός, παραβλέπω («κατασιωπᾱν τὸ γεγονός», Διόδ.)
αρχ.
1. καταδικάζω σε σιωπή
2. κάνω κάποιον να σωπάσει («κατεσιώπησαν τὴν γυναῑκα», Ξεν.)
3. μέσ. κατασιωπώμαι, -άομαι
α) επιβάλλω σιωπή
β) καταπαύω («κατασιωπησάμενος διὰ τοῡ σαλπικτοῡ τὸν θόρυβον ἀνηγόρευσε ταὐτά», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασιωπή — κατασιωπή, ἡ (Α) [κατασιωπώ] πλήρης σιωπή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”